- μεταλλωρυχείο(ν)
- το рудник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταλλωρυχείο — το [μεταλλωρύχος] ο ρυχείο εξαγωγής μεταλλευμάτων, μεταλλείο, το μέρος όπου γίνεται συστηματική εξόρυξη μεταλλοφόρων ορυκτών … Dictionary of Greek
μεταλλωρυχείο — το το μεταλλείο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταλλείο — Βλ. λ. ορυχείο· μετάλλευμα· μέταλλο. * * * το (Α μεταλλεῑον) [μέταλλο] νεοελλ. 1. ο χώρος ὄπου γίνεται η εξόρυξη μεταλλεύματος και το σύνολο τών σχετικών εγκαταστάσεων, ορυχείο μετάλλων, μεταλλωρυχείο 2. μτφ. α) αυτός που έχει κάτι σε αφθονία… … Dictionary of Greek
μεταλλείο — το ορυχείο απ’ όπου εξορύσσονται τα μέταλλα, το μεταλλωρυχείο: Η περιοχή στην αρχαιότητα είχε μεταλλεία χαλκού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)